μόρον

μόρον
τό
1) биол морула; 2) см. μούρο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μόρον" в других словарях:

  • μόρον — black mulberry neut nom/voc/acc sg μόρος fate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόροιο — μόρον black mulberry neut gen sg (epic) μόρος fate masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόροις — μόρον black mulberry neut dat pl μόρος fate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόροισι — μόρον black mulberry neut dat pl (epic ionic aeolic) μόρος fate masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρου — μόρον black mulberry neut gen sg μόρος fate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρων — μόρον black mulberry neut gen pl μόρος fate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρῳ — μόρον black mulberry neut dat sg μόρος fate masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρο — (I) το ζωολ. γένος τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας eretmophoridae. (II) το (Α μόρον) ο καρπός τής μουριάς, τής συκαμινιάς, συκάμινο, μούρο νεοελλ. ωάριο που μετά τη γονιμοποίηση του διαιρείται σε δύο, τέσσερα, οκτώ μέρη και ούτω καθεξής αρχ …   Dictionary of Greek

  • υπέρμορον — Α επίρρ. πέρα από αυτό που έχει οριστεί από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη φρ. ὑπὲρ μόρον (< μόρος «μοίρα, πεπρωμένο»). Ο τ. απαντά και με τη γρφ. ὑπὲρ μόρον] …   Dictionary of Greek

  • moro- —     moro     English meaning: blackberry     Deutsche Übersetzung: “Brombeere” (dann sũdeurop. auf die Maulbeere ũbertragen)     Material: Arm. mor, mori, moreni “ blackberry “; Gk. μόρον (μῶρον Hes.) “Maulbeere; blackberry “; Welsh merwydden… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Heraklit von Halikarnassos — (altgriechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, latinisiert Heraclitus Halicarnassensis, * um 320 v. Chr. in Halikarnassos; † um 260 v. Chr.) war ein hellenistischer Dichter und Verfasser von Elegien aus Karien in der heutigen Türkei. Über sein Leben… …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»