μόρον
Смотреть что такое "μόρον" в других словарях:
μόρον — black mulberry neut nom/voc/acc sg μόρος fate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόροιο — μόρον black mulberry neut gen sg (epic) μόρος fate masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόροις — μόρον black mulberry neut dat pl μόρος fate masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόροισι — μόρον black mulberry neut dat pl (epic ionic aeolic) μόρος fate masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρου — μόρον black mulberry neut gen sg μόρος fate masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρων — μόρον black mulberry neut gen pl μόρος fate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρῳ — μόρον black mulberry neut dat sg μόρος fate masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρο — (I) το ζωολ. γένος τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας eretmophoridae. (II) το (Α μόρον) ο καρπός τής μουριάς, τής συκαμινιάς, συκάμινο, μούρο νεοελλ. ωάριο που μετά τη γονιμοποίηση του διαιρείται σε δύο, τέσσερα, οκτώ μέρη και ούτω καθεξής αρχ … Dictionary of Greek
υπέρμορον — Α επίρρ. πέρα από αυτό που έχει οριστεί από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη φρ. ὑπὲρ μόρον (< μόρος «μοίρα, πεπρωμένο»). Ο τ. απαντά και με τη γρφ. ὑπὲρ μόρον] … Dictionary of Greek
moro- — moro English meaning: blackberry Deutsche Übersetzung: “Brombeere” (dann sũdeurop. auf die Maulbeere ũbertragen) Material: Arm. mor, mori, moreni “ blackberry “; Gk. μόρον (μῶρον Hes.) “Maulbeere; blackberry “; Welsh merwydden… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Heraklit von Halikarnassos — (altgriechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, latinisiert Heraclitus Halicarnassensis, * um 320 v. Chr. in Halikarnassos; † um 260 v. Chr.) war ein hellenistischer Dichter und Verfasser von Elegien aus Karien in der heutigen Türkei. Über sein Leben… … Deutsch Wikipedia